σινδονοφόρος

σινδονοφόρος
σινδονο-φόρος, Kleider von feiner indischer Leinwand, σινδών tragend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σινδονοφόρος — ὁ, Α 1. ιερέας με ένδυμα από σινδόνα, από λεπτό ύφασμα 2. υπάλληλος λουτρού που έφερνε την σινδόνα, την πετσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος «λεπτό ύφασμα» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • σινδονοφορώ — έω, Α [σινδονοφόρος] φορώ ενδύματα από σινδόνα, από λεπτό ύφασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”